σκελισκος

σκελισκος
    σκελίσκος
     ножка Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σκελισκος" в других словарях:

  • σκελίσκος — ὁ, Α (υποκορ. τ.) μικρό σκέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • σκελίσκοιν — σκελίσκος masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελίσκον — σκελίσκος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»